Новогреческий словарь
αποστεγνώνω
αποστεγνώνω
1.
высушить
;
2.
высохнуть
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
высушить
? —
αποστεγνώνω
как на
(ново)греческом
будет слово
высохнуть
? —
αποστεγνώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποστεγνώνω
? — высушить, высохнуть
#
(ново)греческий словарь
—
προπαππούς
—
ενθυμητικό
—
γραφικός
—
καννί
—
αδενίτις
—
δακτυλισμός
—
αχρήματος
—
οστεοδυνία
—
βεβαιωτής
—
ανοστούτσικος
—
θεληματάρης
—
διαλλάσσομαι
—
οικοσημολογία
—
ελευθεροπλοία
—
μπερμπάντικος
—
σιλανσιέ
—
πρωτεξάδελφος
—
Καλαμάτα
—
ελίττω
—
περισυναγωγή
—
ταννίνη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве