|
ο год #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово год? — ενιαυτός как с (ново)греческого переводится слово ενιαυτός? — год — υπέρηχος — ημισεληνοειδής — μισοχρονής — κραδασμός — ξυπνοπούλι — μακροταξιδεύω — ασημοκεντώ — ηλιοσκόπιο — φτωχοκάλυβο — βραδιάζει — φώναγμα — αποδασούμαι — εισάγομαι — βασιλικός — καταμόσχευση — επισανίδωση — υπεροξείδιο — ευνουχισμός — σωληνωτός — φιντάνι — δρομοκοπώ |
|||