|
ο кедр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кедр? — κέδρος как с (ново)греческого переводится слово κέδρος? — кедр — ναυτοπρόσκοπος — λουτρός — ταριχεύομαι — σταφυλοζάχαρο — αριστοκρατισμός — περιθωριακός — αργυρολογώ — υβρίστρια — σπειροχαίτη — ξακρίδι — τρεχούμενος — μπουζί — καφεστιατόριο — ξερνω — επταόροφος — άκομπανιαρισμα — φίλαθλος — εντατικοποίηση — πρόγευμα — φθογγικός — οξονικός |
|||