Новогреческий словарь
ημεδαπός
ημεδαπός
местный, коренной
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
местный
? —
ημεδαπός
как на
(ново)греческом
будет слово
коренной
? —
ημεδαπός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ημεδαπός
? — местный, коренной
#
(ново)греческий словарь
—
σκυλόψυχος
—
ζενγαρωτά
—
αχάραγα
—
αποκατάσταση
—
ψυχοπλακώνω
—
απύρι
—
ώχρινος
—
ανεμόφτερο
—
σομμιέ
—
εκκρεμής
—
ψώλαρος
—
ανεμόπληκτος
—
υπονομεύω
—
πιλάφι
—
συχνοπηγαίνω
—
έγγιστα
—
μεταπρατικός
—
μάργωμα
—
μαργιολιά
—
δήμος
—
καλάρισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω