|
1. знакомый; 2. (о) знакомый; έχω πολλούς ~ους — [phrase]у меня много знакомых[/phrase]; ένας γνώριμος μου... — [phrase]один мой знакомый...[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово знакомый? — γνώριμος как на (ново)греческом будет слово знакомый? — γνώριμος как с (ново)греческого переводится слово γνώριμος? — знакомый, знакомый — δοντοκάρα — ανέκφραστος — μεσάρα — εμετολογία — κατσαρόλι — ανθοβολία — στροφαλοφόρος — κακίστρα — άδηλος — ανασυντάσσω — πετροφυής — ζωολάτρισσα — γενολόγι — λέομαι — βασιλοκτόνος — ολάκριβος — απάβγουλο — αβράχυντος — δυσερμήνευτος — εκκαυμάτιση — μαυρόγη |
|||