|
η жена решетника #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жена решетника? — κοσκινού как с (ново)греческого переводится слово κοσκινού? — жена решетника — περιχέω — συνεζευγμένος — φασματοσκοπικός — γεάνθραξ — σχετικός — ένθεμα — ευπροσήγορος — εφετείο — ποδαράκι — βλάχος — τύμπανο — θές — νομισματοσυλλέκτης — αποκιώνω — ντούρος — μονογένεσις — πολυετής — ανδρογένεια — ασφέρδουκλας — συντακτικός — αυτοδιοικούμαι |
|||