|
(αόρ. διέσφιγξα) уст. стискивать, сдавливать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стискивать? — διασφίγγω как на (ново)греческом будет слово сдавливать? — διασφίγγω как с (ново)греческого переводится слово διασφίγγω? — стискивать, сдавливать — ψευτοφιλία — τρυπητήρας — ανθυπίλαρχος — Αρμένισσα — ηλεκτροφόρος — μονολιθικότητα — ξανθοτρίχα — τεσσαροκάντουνος — θεοδόλιχος — ωριαίος — μετάλλευμα — αχορτασιά — καταβαίνω — κρεατής — χυδαιοποίηση — τυλιγάδιασμα — γαμήλιος — εμίρης — ακονισμένος — αφιλοδώρητος — ικανοποιημένος |
|||