|
το пир #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пир? — τσιμπούσι как с (ново)греческого переводится слово τσιμπούσι? — пир — μορφινίζομαι — σχεδιαστής — κουνελοτροφείο — φετιχικός — ποταμάκι — δεκάλεπτος — παράπηγμα — ψυχοκρατία — αξιόμαχος — φελλάχος — μυταρού — σκλήρωμα — αριφνημός — κέϊκ — σκανδαλοθηρω — κεντρί — ησυχαστής — λογχομαχία — διαρρίπισμα — μανία — ζαχαρώνω |
|||