Новогреческий словарь
παιδοκτόνος
παιδοκτόν|ος
1.
убивающий детей
;
2. (ό, η)
детоубийца
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
убивающий детей
? —
παιδοκτόνος
как на
(ново)греческом
будет слово
детоубийца
? —
παιδοκτόνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
παιδοκτόνος
? — убивающий детей, детоубийца
#
(ново)греческий словарь
—
γοή
—
στρατοπεδευμένος
—
ψυχραίμως
—
έκβλητος
—
γκιουστέκι
—
συννοσηρότητα
—
παπαγαλίστικα
—
γυπάετος
—
προκάνω
—
απόγνωση
—
βλάβη
—
κουρείο
—
αποδομήσιμος
—
απαγκίστρωση
—
βαλτοθάλασσα
—
οριζοντιότητα
—
αντίστιξη
—
κωλύομαι
—
σύναρση
—
εκκαμινεύω
—
κεφαλοχώρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,