|
1) происшедший; 2) наступивший; ο ~ χειμών — наступившая зима #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово происшедший? — επελθών как на (ново)греческом будет слово наступивший? — επελθών как с (ново)греческого переводится слово επελθών? — происшедший, наступивший — μουχλιάζω — αλεποφωλιά — ιεράρχηση — υδρόφυτο — προσβεβλημένος — ιδιοφυής — σκλαβοπούλα — κλαμένος — ερωτηματικός — μυτιλοτροφείο — υδροπωλητής — κατεβαίνω — ομολογήσιμος — νεφοσκεπής — οκτωβριανός — επιχρύσωση — δυσεπούλωτος — διπλοπαρακαλώ — απότομος — αφλόμωτος — παρτίδα |
|||