|
1) ослепляющий; 2) перен. ослепляющий, ослепительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ослепляющий? — αποτυφλωτικός как на (ново)греческом будет слово ослепляющий? — αποτυφλωτικός как на (ново)греческом будет слово ослепительный? — αποτυφλωτικός как с (ново)греческого переводится слово αποτυφλωτικός? — ослепляющий, ослепляющий, ослепительный — ανεραστος — οδοντοθεραπεία — γκλόμπς — αγγελόκρουσμα — ενδοφλέβια — ολοκληρία — μνεία — ημιψυγής — αντιβάλλω — αποδυναμωτικός — αθέρμαστος — επιδημικός — αντιγνωμώ — ρυπαρογράφημα — αεροζογραφική — συναισθηματισμός — ανεπιστημονικά — δημοκοπικά — κοινότοπος — αυτολοίμωξη — τρελοπαντιέρα |
|||