|
словацкий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово словацкий? — σλοβάκικος как с (ново)греческого переводится слово σλοβάκικος? — словацкий — κρεμασμένος — ζώση — κρανιολόγος — ενανθρώπηση — ηγουμενείο — μπάφιασμα — ακτινοβόληση — φυλακτήριον — άψηστος — κνίζω — αμερικανόδουλος — εναντιοφρονώ — στερεογραφία — ασούβλιστος — σωφροσύνη — ασήμαντο — λευκαντήριο — γερούλι — αντιπλημμυρικός — περικόβω — αποκοιμιέμαι |
|||