|
το унавоженная земля #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово унавоженная земля? — κοπρόχωμα как с (ново)греческого переводится слово κοπρόχωμα? — унавоженная земля — έγκυος — λεπτόθριξ — αποκοπή — συμφοίτηση — αφάνισμός — υφαλόχρωμα — κεραμευτικός — διαθερμαίνω — φυλάκιο — καταπλακώνω — αβωλοκόπητος — καλιά — αρρενογονικός — αλειτουργησία — αποκωδικοποιώ — εγκαιρόττιτα — γομαράγκαθο — ανυφανταριό — άύτοπλαστική — στεναγμός — απομόνωση |
|||