|
1) темнолицый, смуглый; 2) : ~α αγγεία — чернофигурные вазы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово темнолицый? — μελανόμορφος как на (ново)греческом будет слово смуглый? — μελανόμορφος как с (ново)греческого переводится слово μελανόμορφος? — темнолицый, смуглый — ανεξιχνίαστος — καστανομάτης — συλημένος — καθαγιάζω — διψομανής — βάθρακας — άνθιση — ριζάρι — δωροδοκία — καταστενοχωρώ — πλατύπους — παθητικό — ακατασκευάστως — ζουμάτος — ποταμοπλοΐα — φάρυγξ — αλατόμετρο — κολλέγιο — Άραβες — βαθύπεδο — κερδοσκοπία |
|||