|
το топор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово топор? — ποδοβόλημα как с (ново)греческого переводится слово ποδοβόλημα? — топор — προστάτης — τροφαντός — δεκατριετής — διασυρτικός — βρώμη — εκπλάτυνση — αλευροπρατήριο — ερεισίνωτον — αγρίεμα — θολόσταχτη — ακακοφόρμιστος — θειωτήρας — κανταράκι — κομπορρημοσύνη — πόθος — οφειλέτις — αργοσάλεμα — πεσσιμιστής — δράσσω — πιότερο — τεγίς |
|||