|
ο ключник (в монастыре) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ключник? — δοχειάριος как с (ново)греческого переводится слово δοχειάριος? — ключник — ψυμοζήτης — ραδιοτηλεγράφημα — εγκόλπιος — λωρίον — εφοδιασηκός — μονομεταλλικός — κουμπάσο — προδιαθέτω — εξοπλισμένος — σαββατοκύριακο — δυσπρόσιτος — ωτίς — παραπέφτω — αεριογόνος — αδενικός — αερογράφος — επτά — προπλάσσω — αναδημοπρασία — δόνταρος — θολός |
|||