δοχειάρι|ος

формы словаβ
δοχειάρι|ος
ο ключник (в монастыре)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово ключник? — δοχειάριος
как с (ново)греческого переводится слово δοχειάριος? — ключник


ψυμοζήτηςραδιοτηλεγράφημαεγκόλπιοςλωρίονεφοδιασηκόςμονομεταλλικόςκουμπάσοπροδιαθέτωεξοπλισμένοςσαββατοκύριακοδυσπρόσιτοςωτίςπαραπέφτωαεριογόνοςαδενικόςαερογράφοςεπτάπροπλάσσωαναδημοπρασίαδόνταροςθολός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit