|
αόρ. от τρίζω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έτριξα? — — αφυδατώ — ενδοδαπέδιο — ελλιμενισμένος — τυπολατρικός — νιτροβάμβαξ — ανέσωστος — βυσσινέα — θεοδολίδιον — εκβυθίζω — μετατρέψιμος — ηλεκτροδυναμόμετρο — σώνομαι — ενωρίς — χαλκοπώλης — διετής — ακτινόμορφος — αργούτσικος — γρανάζι — συμφωνάω — λουτροφόρος — σπιθαμή |
|||