|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πιατίνι? — — οικοτεχνία — τάλλαρο — απογεύομαι — απολογιστικός — φυτοκομείο — τσιμούχα — μερικότητα — χρυσοκέντημα — κρουνός — ασταλτος — σμηγματογόνος — αρνητισμός — φέρσιμο — ρωμαλέος — μακιγιάρισμα — επιμελητηριακός — ανακύπτω — ασκορπιστός — ντιέζ — θρυπτικός — χωρογράφος |
|||