|
το уголь (тж. для рисования); === κάθομαι στα ~α — сидеть как на угольях, углях #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уголь? — κάρβουνο как с (ново)греческого переводится слово κάρβουνο? — уголь — μιγαδικός — γεύση — μοτόρι — βλαπτικός — λιθοδομή — ευκολοχώνευτος — μπαλτζής — σελαμλίκι — υποτροπιάζω — κόσσα — αστεροβριθής — ανεξολόθρευτος — ξεμπράτσωτος — απαρνητής — ρινορραγία — ταπέτο — σαΐνι — γυάλισμα — πτωχαίνω — υπνηλία — βάσιμο |
|||