|
1. марш! (команда); 2. (τό) муз. марш #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово марш!? — μάρς как на (ново)греческом будет слово марш? — μάρς как с (ново)греческого переводится слово μάρς? — марш!, марш — αηδονόλαλος — ρατσιστικός — κοντήτερα — κατάγω — πλέω — κατσαδιάζω — υποδεκάμετρο — ευκολογύριστος — βακτηριδιακός — αντεισαγγελέας — συντέφι — αλευροβιομηχανία — χουζουρλής — στωϊκισμός — Ινδοκινέζα — ανάσυρμα — σιαλισμός — διηγούμαι — ρυμουλκό — φυτοτεχνία — έγκαιρα |
|||