|
η сачок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сачок? — απόχα как с (ново)греческого переводится слово απόχα? — сачок — άνωρα — ισόπλευρος — αρχαιοπώλις — πλατυκέρατος — βούπα — άσμιγος — απολειαίνω — συνέλαβα — κούτσουρο — ανεπίγνωτα — νερολούλουδο — αποστέλνω — πρόληψη — πετρόλοφος — μαμμόθρεφτος — παλιομοδίτικος — ξημεροβραδιάζομαι — μπατιράκι — χωλότητα — ελκυστικότητα — επαναδραστηριοποίηση |
|||