Новогреческий словарь
κατατρεγμός
κατατρεγμός
ο
гонение, преследование
;
~ τής τύχης — невезение, злополучие
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гонение
? —
κατατρεγμός
как на
(ново)греческом
будет слово
преследование
? —
κατατρεγμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατατρεγμός
? — гонение, преследование
#
(ново)греческий словарь
—
αποθαλασσιά
—
γεννοβόλημα
—
τεσσαρακονθήμερο
—
γκρεκιάζω
—
οβελιστήριο
—
καμπανούλα
—
λεπτόφλουδος
—
αποσκυβάλισμα
—
καλαμαροχτάποδα
—
ζερβής
—
μοσχοπληρώνω
—
έγχορδος
—
βανίλλη
—
τραμπάλα
—
οξύνοια
—
προεικασία
—
ξεποδαριάζω
—
πασπαλώνω
—
συναρπαστικός
—
εσωκομματικός
—
τρόφιμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,