|
прямой; είναι ~ άνθρωπος — прямой человек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прямой? — ντρέττος как с (ново)греческого переводится слово ντρέττος? — прямой — κλανιάρης — φευγαλέος — κεραμιδένιος — ναζάκι — χολοκυστίτιδα — αλκαλικός — παγοποιώ — κουτσονούρισσα — δισεγγόνη — δολιοφθορά — πατρογονικός — αποστάτισσα — αζεμάτιστος — γαστροκνημία — καθεκλοποιός — γαλακτοδίαιτα — διάζευγμο — φλέγα — σιχαμός — τρομπόνι — σφύραινα |
|||