|
αόρ. от λείπω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έλιπον? — — εκτιμητικός — Σόλοι — συμφωνικός — πιθαμφορέας — άνομα — ταραγμός — συνοδευτικός — αντίζηλη — αμέτρητος — συνομοταξία — αβελτερία — προσωποποιώ — τζαμιλίκι — λευκωματουρία — αριστοκράτισσα — αφλεξία — Βατοπέδι — εξανίσταμαι — οφθαλμικός — ορθότητα — πουπουλένιος |
|||