|
1) чётный; 2) парный; === μονά η ~ά — чёт или нёчет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чётный? — ζυγός как на (ново)греческом будет слово парный? — ζυγός как с (ново)греческого переводится слово ζυγός? — чётный, парный — ψιλοδουλεμένος — εβδομηκοντοετία — παράβλαστο — δωρεοδόχος — σαγηνευτικός — μεσόστεγο — γιαβρούμ — ζηλαδέρφια — ανανεάζω — ντετερμινισμός — απολούζω — φθειρίαση — χλοάζω — δελεάζομαι — στράτευση — νέος — ραδιοθεραπευτικός — ομαλός — κένταυρος — τετρακινητήριος — ανεξέταστος |
|||