|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κωλοβαράω? — — ερμάρι — μετεγγύηση — ζάρκος — γυφτοπούλα — μεταλλεία — σκακκιστής — ζούδιο — δωδεκαήμερον — οστεϊχθύες — απαλότητα — διατυμπάνιση — στασίαρχος — κορνεττίστας — βεβαιότητα — αφρόγαλα — συχωροχάρτι — φύργανο — νοσογόνος — αλωπεκισμός — συνεργάτης — συμπυροβόληση |
|||