|
1) кислый; 2) кислотный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кислый? — όξινος как на (ново)греческом будет слово кислотный? — όξινος как с (ново)греческого переводится слово όξινος? — кислый, кислотный — ναυαρχία — ρυπαρογράφημα — φουντουκύς — κράτιστος — υδροσφαίρα — υδροχλωρικός — υψικάμινος — δοσίμετρο — καταδρομικό — μηλοσαλάτα — Γεννάρης — επικονιασμένος — τυροπιτάδικο — ζαρίφικος — ατενώς — τείχιση — βοτυλίασις — κατάφαρκτος — ορμώ — τετράμηνο — πηρός |
|||