|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ευτροφικός? — — περιεργάζομαι — όχθη — νεγρικός — Μαυροβουνιώτισσα — ενανθρακώ — προφυλάκιση — κορυφή — καρπισμένος — μπαλκονόπορτα — υδροφαντική — αυτοσυντηρούμαι — αντίβολο — δυσχερής — βαλσαμώνω — σαλιάζω — λόγω — πορτοκαλί — κοντυλένιος — αβαλσάμωτος — ρυθμική — συναισθάνομαι |
|||