|
безжизненный; ~ αιώνας — геол. азойская эра #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безжизненный? — αζωϊκός как с (ново)греческого переводится слово αζωϊκός? — безжизненный — φέστα — ποιούμαι — ανταπόδειξη — αντίφλογο — ανελλιπώς — ξενοικιάζω — λιοπερίβολο — ανταγωνίστρια — μάννα — λίκνο — αντιστάθμιση — ύλη — συγκοινωνιολογία — ξερράβω — καπακώνω — ιερόσυλος — μαυρομαμούνα — σύναπαρτίζω — ηλεκτρογόνος — αυλάκωση — ξεψείριασμα |
|||