|
кавказский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кавказский? — καυκάσιος как с (ново)греческого переводится слово καυκάσιος? — кавказский — κεκλιμένος — απόλαυση — εξέσπασα — καταπολεμιέμαι — γεννοβόλημα — λασπονέρι — καταξοδεύω — αντιδημοτικός — χαρτομάντης — γλαρίδα — ξελαγαρισμένος — ψαρήσιος — βικία — μαξιλλάρωμα — εισαγωγούλα — αλεύρινος — μαδέρα — εγκύπτω — ελαιοχρωματίζω — εμβαδόν — παπαρδέλας |
|||