Новогреческий словарь
ενεμήθην
ενεμήθην
αόρ. от νέμομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενεμήθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τριτάξιος
—
μπαγλαρώνω
—
Δ
—
τάττω
—
μπουλονάρω
—
δελφινάριο
—
ανθρωπολατρικός
—
παλάβρα
—
διαπυρώνω
—
μελιχρός
—
μεταχρωματίζω
—
μαγερειό
—
ιρανικός
—
γουλόζος
—
ανώφελος
—
εκνευρίζω
—
τρυπάνι
—
εντερορραφία
—
εξηκοντούτης
—
ευχαριστημένος
—
περικάλυμμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве