|
αόρ. от νέμομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενεμήθην? — — ατεμάχιστος — ευμετάβολο — μαονί — φραίζα — τρόχισμα — κέλυφος — προλεγόμενα — σακάτεμα — λυσιτέλεια — ξενοικιάζω — όραση — εδαφιαίος — κακοπιστία — πικές — ανελέητος — αυθαιρεσία — διορίζομαι — ανεμαζωχτής — σπαθιά — υποκειμενοποιούμαι — φαρμακευτής |
|||