ενεμήθην

формы словаβ
ενεμήθην
αόρ. от νέμομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ενεμήθην? —


ατεμάχιστοςευμετάβολομαονίφραίζατρόχισμακέλυφοςπρολεγόμενασακάτεμαλυσιτέλειαξενοικιάζωόρασηεδαφιαίοςκακοπιστίαπικέςανελέητοςαυθαιρεσίαδιορίζομαιανεμαζωχτήςσπαθιάυποκειμενοποιούμαιφαρμακευτής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit