Новогреческий словарь
υδροθεραπευτικός
υδροθεραπευτικός
1.
водолечебный
;
2. (ή)
гидротерапия
(отрасль медицины)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
водолечебный
? —
υδροθεραπευτικός
как на
(ново)греческом
будет слово
гидротерапия
? —
υδροθεραπευτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
υδροθεραπευτικός
? — водолечебный, гидротерапия
#
(ново)греческий словарь
—
αποδήμηση
—
αναγελαστικός
—
ποιμνιοβοσκή
—
τιρμπουσόν
—
ματσόλα
—
πλησιφαής
—
επικασσιτέρωση
—
χάφτω
—
συνταγματικός
—
νοτιά
—
ιερουργία
—
μαλλιοτράβηγμα
—
χαλκοσίνης
—
δωσίδικος
—
ασπίτωτος
—
ασβεστοχρίω
—
συγκλίνω
—
ολόγλυκος
—
ζωγρσφιστός
—
ξενότροπος
—
σκηνογράφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве