|
строить, возводить стену [x:trans]строить стену, возводить стену[/x:trans] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово строить стену? — επιτείχω как на (ново)греческом будет слово возводить стену? — επιτείχω как с (ново)греческого переводится слово επιτείχω? — строить стену, возводить стену — μετόπη — αδιάστικτος — κατακλυσμικός — αριστερίστικος — φαλιρώ — κλαβανή — κάλτσα — εκμυστηρευτικός — αντάλλαγμα — μονοπώλιο — νυμφαία — αναμφισβήτητα — παρείσακτος — εναρβρώνω — ρηχός — ψυχοφυσικός — στραβογερνώ — σαλεπιτζίδικο — διαστρεβλώτρια — μετασχηματίζω — καράφλα |
|||