|
вступительный, вводный; ~ λόγος — вступительное слово; ~ον μάθημα — первый урок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вступительный? — εναρκτήριος как на (ново)греческом будет слово вводный? — εναρκτήριος как с (ново)греческого переводится слово εναρκτήριος? — вступительный, вводный — αγναντέβγου — αρχιφυλακείο — ισοπεδωτικός — καθετηριασμός — ξέστηθος — ωτακουστώ — ενσχοίνιση — μεταλλεύσιμος — πλεονέχτρα — επαναδραστηριοποίηση — καλογερεύω — απλοϊκός — ακόλαστος — βορβός — συνέχεια — αργοσβήνω — χορταστικός — οικολογικός — μελιγόνι — άβλαβα — εκτατός |
|||