|
το пасквиль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пасквиль? — λιβελλογράφημα как с (ново)греческого переводится слово λιβελλογράφημα? — пасквиль — χάφτης — σηροτρόφος — μάσημα — ιδιοκτησιακός — οψιμάδα — ψιλοκοσκινίζω — αποκεντρώσιμος — μικροαστισμός — διαμονή — αναπομπή — περίγελο — εμπειριαρχία — χρυσοκέφαλος — στείρευση — κισμέτι — κολοβός — υδατογράφος — σπόρκα — στέναγμα — χειροβομβιστής — ψευδοπαράλυση |
|||