|
το лакричник, лакрица (растение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лакричник? — γιάμπολι как на (ново)греческом будет слово лакрица? — γιάμπολι как с (ново)греческого переводится слово γιάμπολι? — лакричник, лакрица — λιάζω — αρνιακό — ράντα — αλογοπάζαρο — στασιώτης — καρδερίνα — πεταλωτήριο — φρακτός — εικοσιένα — ξύλο — φυσιοδίφης — κροταφιαίος — σχολιαστής — εποίκιση — ομοιογενοποίηση — θυρωρείο — σπιτήσιος — ακροβούνι — τανάλια — ημιχρόνιο — μπολικαίνω |
|||