Новогреческий словарь
αγγρισμα
αγγρισμα
το 1)
раздражение
;
2)
возбуждение
(у животных)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
раздражение
? —
αγγρισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
возбуждение
? —
αγγρισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγγρισμα
? — раздражение, возбуждение
#
(ново)греческий словарь
—
ξοφλημένος
—
αποσκευή
—
ανύψωση
—
στρατηγική
—
ατμόσφαιρα
—
σκορδόπιστος
—
μουγγρητό
—
Σταμάτιος
—
κουφόβραση
—
ξυλώδης
—
εμπυριοθήκη
—
χιλιοχρονίτικος
—
κουραστικά
—
βαφτιστικιά
—
παραβάν
—
απόβλητος
—
καπνοπαραγωγός
—
αδιαρρύθμιστος
—
εξώπασχο
—
ενδοσπλάγχνιος
—
αμπάριασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве