Новогреческий словарь
επέσχον
επέσχον
αόρ. от επέχω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επέσχον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εναγόμενος
—
ενοίκιο
—
κωδίκελλος
—
αλληλοσπορά
—
κλωστήριο
—
απαρόμοιαστος
—
σπαρτό
—
αργύρωση
—
εφυδραργορώνω
—
επανειλημμένως
—
ασωτεύω
—
γελωτοποιός
—
διαπυνθάνομαι
—
πρωτομάγερας
—
αναπόλυτος
—
υποπράκτορας
—
κακοδιοίκητος
—
ξεπροβοδάω
—
μαδαροκέφαλος
—
εσβεσα
—
ανεδαφικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве