Новогреческий словарь
μεταλλευτική
μεταλλευτική
η
горное дело
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
горное дело
? —
μεταλλευτική
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεταλλευτική
? — горное дело
#
(ново)греческий словарь
—
διπληγία
—
εμπειριοκριτικισμός
—
παλαιό-
—
ραχάτ-λουκούμι
—
πήρωσις
—
νεφρίδιο
—
σμυριδόκονις
—
αναβάθρα
—
πρωτύτερος
—
επενδυτής
—
διαχωρισμός
—
γκούσια
—
ξεδιψάω
—
προσκυνώ
—
οινοειδής
—
γυμνόπους
—
ρημαδιακό
—
λυσσιάζω
—
ορκίζομαι
—
κατακουράζω
—
χαρούπι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве