|
(-εως) η уст. увечье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово увечье? — πήρωσις как с (ново)греческого переводится слово πήρωσις? — увечье — αθεΐστρια — σαντακρούτα — στεριά — αγριεμάρα — ευμετάπειστος — γνέφω — φανταχτερός — παθιάζω — ασχολίαστος — μπαγκαδόρος — ανασκολόπιση — αμαρταίνω — ψυχοπόνια — απίτουρος — αλτρουιστής — περιεκτικός — φαλαγγίτης — καπνοπωλείο — χαλβαδοποιία — καραβινιέρος — διάκαυση |
|||