|
заквашивать (тесто) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заквашивать? — ζυμώ как с (ново)греческого переводится слово ζυμώ? — заквашивать — ποταμογενής — εμβρυογενής — λαθεύω — χώρισμα — παρακάνω — αλωπεκοειδή — πασχαλιά — οιναποθήκη — φανφαρονίστικος — υατσίνθι — σκάρος — συρισμός — ομοειδής — αποσπερίτης — πυελίς — ανακαθαρίζω — μαρτυριάτικο — βιντεοταινία — γλωσσοβόλημα — ξύστρον — τυφλώνω |
|||