|
сажать на кол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сажать на кол? — ανασκολοπίζω как с (ново)греческого переводится слово ανασκολοπίζω? — сажать на кол — γκανιάν — κοινωνιολογία — ένδυσις — απαρασάλευτος — συντακτικό — καρφί — ενθαρρύνω — ολισθηρός — αχάραχτος — αποσοβώ — αδιάτομος — ξεθάβω — χάβρα — μασκαρεύω — περιβάλλον — επιθυμητικός — μετενσάρκωση — αμμουδόπετρα — απυρεξία — γκαλάντης — δυσκολοπίστευτος |
|||