Новогреческий словарь
κασκαρίκα
κασκαρίκα
η 1)
безобидная шутка
;
τούφτιαξα или τούπαιξα μιά ~ — [phrase]я сыграл с ним шутку[/phrase]
;
2)
фиаско
;
παθαίνω ~ — потерпеть фиаско
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
безобидная шутка
? —
κασκαρίκα
как на
(ново)греческом
будет слово
фиаско
? —
κασκαρίκα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κασκαρίκα
? — безобидная шутка, фиаско
#
(ново)греческий словарь
—
τριημερία
—
χρονολογία
—
διουρητικό
—
χούφτα
—
αγελαδίτσα
—
γιδομάντρι
—
ομίχλη
—
μετασχηματισμός
—
αιμοκυανίνη
—
ερυθρωπός
—
αλανοπερίστερο
—
μυογράφημα
—
παρέκταμα
—
βεργάδι
—
ψιλωτικός
—
εξίσωση
—
κακοφανισμός
—
πεντηκονταπλάσιος
—
εγκεφαλικότητα
—
τρίχινος
—
απολεπίδωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве