|
(αόρ. συγκάλεσα и συνεκάλεσα, παθ. αόρ. συγκαλέστηκα и συνεκλήθην) созывать, собирать (на собрание, конференцию и т. п); ~ γενική συνέλευση — созывать общее собрание; ~ συνέδριο — созывать съезд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово созывать? — συγκαλώ как на (ново)греческом будет слово собирать? — συγκαλώ как с (ново)греческого переводится слово συγκαλώ? — созывать, собирать — συγκλητικός — κροκίδα — αγουροξύπνημα — απρόοπτος — ιδιωτικοποίηση — αραμάθα — ευεργέτης — εκβιομηχανίζω — λιγοψυχιά — αρδευτήρι — νημάτωμα — κιθαρωδός — πειστικός — κλοιός — επιτηρητικός — αντραλίζω — παντόφλας — νεανικός — αναγνωσματάριο — ζαλίκι — ραφιναρισμένος |
|||