|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σησάμι? — — βλεφαρόσπασμος — φλουροκαπνισμένος — παλιοπούστης — ομόσπονδος — ευφημιστικά — μαλαστούπα — μπακάλικο — πορνείο — εκδικούμαι — μούλκι — γατοφαγωμένος — απογοητευτικός — μαυρόκοττα — άρκος — μακάσι — κεφάλαιο — σβώλος — ηλιόβολος — εξέβην — θεοφώτιστος — αναβλητικός |
|||