Новогреческий словарь
πανοραματικός
πανοραματικός
панорамный
;
~ατική θέα — вид, панорама
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
панорамный
? —
πανοραματικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πανοραματικός
? — панорамный
#
(ново)греческий словарь
—
ελαύνομαι
—
λατόμευση
—
πανσοβιετικός
—
ρακοπότηρο
—
ροιάς
—
επιζήτητος
—
αλληλοτραυματίζομαι
—
εγκωμιάζω
—
εκσκωριάζω
—
φαναρτζοδουλειά
—
εφοριακός
—
μπριάμι
—
τραγουδάκι
—
γονατιστήρι
—
ανορωτιέμαι
—
ανασκόπηση
—
χασμουριάρης
—
σκουντουφλιάζω
—
γόγγυλο
—
σαντούρι
—
γοργοπέρασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве