|
спектральный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спектральный? — φασματοσκοπικός как с (ново)греческого переводится слово φασματοσκοπικός? — спектральный — πυροηλεκτρικός — ξεριζώνω — ούη — τηλοψία — αναβάλλεται — τροχονόμος — λουφάζω — συκοφαντώ — άργυρος — κλαασικισμός — αδιακόρευτος — βρίσκω — ανεπίσχετος — ξεδιαλεγμένος — καλαμπαλίκι — εξαρχία — σπουδαιολογία — παστορέλλα — κόλπωση — μακρόκομος — ενιώδιος |
|||