|
το бельмо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бельмо? — αδηλο как с (ново)греческого переводится слово αδηλο? — бельмо — πυροβολοστάσιον — κατασκόπευση — φιαλωτός — πανδοχείο — ενσαρκώνω — απαξάπας — αγάζωτος — γλυκομειδιώ — σαγηνευτικά — ελαφρόποινος — ισόρροπος — σφυρηλατώ — δυσπαρατήρητος — περίφόβος — ματαβάφω — ταπεινά — κοντραπούντο — ηλιοτροπισμός — καλιακούδα — απιθώστρα — σαρακιάζω |
|||