|
η архит. метопа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово метопа? — μετόπη как с (ново)греческого переводится слово μετόπη? — метопа — μούγγρισμός — δροσεράδα — καταλώ — εγκαρτερρώ — χρωματόσωμα — εννοιακός — ακροθιγώς — καταδικάσιμος — προπαιδεύω — ανάλαφρος — φρεναδόρος — χεράκι — συσκευαστής — αποστρέβλωση — στραβοπατιέμαι — θαλασσόβραχος — άνετος — δαμαστήριος — επιφυλάττω — σταχτής — αντεπιταγή |
|||