|
παθ. αόρ. от εκτρέπω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξετράπην? — — ποριστικός — αδιάρλητο — καντήλα — μυδραλιοβόλο — άξεστος — υπέρθυρο — προσωπογραφικός — ξακόσιοι — Ρουμελιώτισσα — απαιτούμενα — βασιλάκης — αξελάκκιαστος — αγαπημένος — υμήν — αποδιοπομπαίος — αμμάτισμα — βροντισμός — ιεροδιδάσκαλος — βαποράρα — σταδιοδρομία — ματαιολογώ |
|||