Новогреческий словарь
εξετράπην
εξετράπην
παθ. αόρ. от εκτρέπω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξετράπην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αφοδράριστος
—
ελευθεριότητα
—
ηλίασμα
—
ανάσκελα
—
θάμνος
—
κουνιάδα
—
ακιγκλίδωτος
—
καθιερωτικός
—
αεροβάμων
—
σπηλιά
—
αποχαυνωμένος
—
αμή
—
τράκα
—
εξύβριση
—
εναρκτικός
—
στενάχωρος
—
μονομιάς
—
ένστικτο
—
ολίγιστος
—
συντηρητικός
—
ψιλόβροχο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве